Στο κέντρο της Πελοποννήσου, σε υψόμετρο 1130 μ. μεταξύ Ηλείας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας, και συγκεκριμένα στις Βάσσες της Φιγαλείας, βρίσκεται ένα από τα επιβλητικότερα αρχαιολογικά μνημεία της χώρας. Οι ιδιαιτερότητες, που το χαρακτηρίζουν, το κάνουν μοναδικό. Πρόκειται για το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα.
Ιστορία
Κτίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα (420-410 π.Χ.) και αποτελούσε τιμητικό αφιέρωμα των κατοίκων της Φιγαλείας στον Επικούρειο Απόλλωνα για τη βοήθεια που τους προσέφερε ώστε να ξεπεράσουν την επιδημία πανώλης που μάστιζε την περιοχή (>επίκουρος=βοηθός, αρωγός) Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα που στέκει αγέρωχο εδώ και χιλιάδες χρόνια και έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο θαυμαστά μνημεία της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας καθώς υπήρξε το πρώτο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας που ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO ήδη από το 1986.
Ο ‘Παρθενώνας της Πελοποννήσου’, όπως συχνά αναφέρεται, αποτέλεσε, σύμφωνα με τον Παυσανία, δημιούργημα του Ικτίνου, του αρχιτέκτονα που μαζί με τον Καλλικράτη έδωσαν πνοή στον Παρθενώνα. Ο ναός τυλίγεται με ένα πέπλο μυστηρίου καθώς λέγεται ότι περιστρέφεται γύρω από τον άξονα του κατά 50,2 δευτερόλεπτα μοίρας, με στόχο να βλέπει συνεχώς τον Σείριο, αστερισμό από τον οποίο η μυθολογία θέλει την καταγωγή του τιμώμενου θεού Απόλλωνα.
Χρονολόγηση
Ο ναός που υψώνεται σήμερα στο βραχώδες τοπίο των Βασσών δεν είναι ο αρχαιότερος. Πληθώρα σωζόμενων μελών αποδεικνύουν την ύπαρξη προγενέστερου ναού (7ος π.Χ. αιώνα), ενώ σύμφωνα με μελέτες μεσολάβησαν δύο ακόμη οικοδομικές φάσεις γύρω στα 600 και 500 π.Χ.
Αρχιτεκτονική
Ο Ικτίνος κατόρθωσε να συνδυάσει τα επιβεβλημένα από τη συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων αρχαϊκά χαρακτηριστικά με τα καινοτόμα στοιχεία της κλασικής εποχής και να καταστήσει το ναό μοναδικό. Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα αντλεί τα χαρακτηριστικά του από τους τρεις βασικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της αρχαιότητας (δωρικό, ιωνικό, κορινθιακό). Πρόκειται, ωστόσο, για δωρικό κυρίως ναό με πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο. Ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει 6 κίονες στις στενές πλευρές του και 15 στις μακρές, ενώ η συνήθης αναλογία ήταν 6×13. Αποτέλεσμα της πρωτοτυπίας αυτής ήταν η ιδιαίτερα επιμήκης μορφή του (χαρακτηριστικό των αρχαϊκών ναών).
Ενώ η εξωτερική κιονοστοιχία του ναού είναι στοιχείο αυστηρά δωρικού ρυθμού, όσο προχωρά κανείς στο εσωτερικό του διακρίνει έντονο το ιωνικό στοιχείο στους πέντε ιωνικούς ημικίονες κατά μήκος των μακρών πλευρών, αλλά και τον περίτεχνο κομψότατο διάκοσμο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κορινθιακό κιονόκρανο με την περίτεχνη τεχντοτροπία, που φέρει ένας από τους κίονες του ναού, θεωρείται το αρχαιότερο γνωστό δείγμα του είδους, ενώ κορινθιακού τύπου χαρακτηρίστηκε και η δίρριχτη στέγη του ναού. Η βαρύνουσα σημασία του συγκεκριμένου κίονα ενισχύεται από την παρουσία του λατρευτικού αγάλματος του θεού, που βρισκόταν ακριβώς πίσω του.
Καθώς ο Ικτίνος επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα αριστούργημα εναρμονισμένο με το φυσικό τοπίο του περιβάλλοντος χώρου, χρησιμοποίησε τοπικά υλικά (ανοιχτόχρωμο ασβεστόλιθο και μάρμαρο).
Διακόσμηση:
- Κορυφαίο διακοσμητικό στοιχείο του ναού αποτελεί η ιωνική ζωφόρος, που κοσμούσε το εσωτερικό του σηκού. Είχε μήκος 31μ. και αποτελείτο από 23 μαρμάρινες πλάκες με σκηνές εμπνευσμένεες από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία. Επρόκειτο πιθανότατα για έργο του γλύπτη Παιώνιου, δημιουργού του αγάλμα της Νίκης στην Ολυμπία. Η ζωφόρος αυτή βρίσκεται από το 1815 στο Βρετανικό Μουσείο.
- Οι περίτεχνα φιλοτεχνημένες μετόπες κοσμούνται με μυθολογικά θέματα, όπως η επιστροφή του Απόλλωνα από τις Υπερβόρειες χώρες στον Όλυμπο (σηκός) και η αρπαγή των θυγατέρων του βασιλιά Λευκίππου από τους Διόσκουρους.
Ανασκαφές
Ο ναός βρισκόταν σε χρήση και στα ελληνιστικά αλλά και στα ρωμαϊκά χρόνια. Ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ζ. Μποσέ ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε και μελέτησε το ναό το 1765.