Η ιστορία της διώρυγας ξεκινά από τα χρόνια της αρχαίας Κορίνθου η οποία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αναδείχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό, ναυτικό και πολιτιστικό κέντρο, δηλαδή σε οικονομική υπερδύναμη της εποχής. Στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης συνέβαλαν σημαντικά τα δύο λιμάνια της, οι Κεχρεές στον Σαρωνικό κόλπο και το Λέχαιο στον Κορινθιακό κόλπο.
Ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. οι Κορίνθιοι αναζητούσαν λύση για ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ναυσιπλοΐας, το πέρασμα των πλοίων από το Αιγαίο στο Ιόνιο πέλαγος και το αντίθετο, αποφεύγοντας τον χρονοβόρο αλλά και επικίνδυνο περίπλου της Πελοποννήσου.
Πρώτος περί το 602 π.Χ. συνέλαβε την ιδέα της γεφύρωσης των δύο θαλασσών ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος, ο οποίος κατά τον 6ο αι. π.Χ. κατασκεύασε τη Δίολκο. Η Δίολκος ήταν ένας λιθόστρωτος δρόμος πλάτους 3,5 μ., στο μέσο του οποίου υπήρχαν δύο παράλληλες αυλακώσεις. Πάνω σε αυτές κινούνταν οι τροχοί μιας μεγάλης πλατφόρμας, η οποία μετέφερε το πλοίο. Η μεταφορά γινόταν με τη βοήθεια χοντρών σκοινιών που τραβούσαν σκλάβοι. Δίπλα στο πλοίο μεταφέρονταν πάνω σε κάρα τα εμπορεύματά του. Η συγκεκριμένη κατασκευή λειτούργησε για πολλούς αιώνες και θεωρείται το πρώτο μέσο σταθερής τροχιάς.
Ωστόσο, το πρόβλημα της ένωσης των δύο λιμανιών της Κορίνθου και, κατ’ επέκταση, των δύο θαλασσών εξακολουθούσε να βασανίζει το μυαλό των ανθρώπων, καθώς η μυϊκή δύναμη ζώων και δούλων και η ελλιπής τεχνογνωσία δημιουργούσαν συχνά προβλήματα στη μεταφορά των πλοίων. Για τους επόμενους αιώνες, πολλοί ισχυροί ηγεμόνες όπως ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Νέρων, ο Ηρώδης ο Αττικός, επιχείρησαν να ολοκληρώσουν το όραμα του Περίανδρου, κανείς, ωστόσο, δεν κατάφερε να το υλοποιήσει.
Η πιο σοβαρή προσπάθεια έγινε το 67 μ.Χ. από τον Νέρωνα, ο οποίος έστειλε στην Κόρινθο 6.000 δούλους από την Ιουδαία για τη διάνοιξη της διώρυγας. Οι εργασίες άρχισαν από την πλευρά του Κορινθιακού κόλπου με στόχο να προχωρήσουν και από την πλευρά του Σαρωνικού και να καταλήξουν στο τέλος στο κέντρο. Δεν ευοδώθηκαν, όμως, επειδή ο Νέρωνας δολοφονήθηκε και το έργο εγκαταλείφθηκε.
Με το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας, το νεοελληνικό κράτος, έχοντας συνειδητοποιήσει την αξία του συγκεκριμένου έργου, ασχολήθηκε με τη διάνοιξη της διώρυγας.
Ωστόσο, ήταν το 1869 με τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, κολοσσιαίο έργο που θα καταστήσει αναγκαία για το διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία και τη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου, τόσο για την αποφυγή των επικίνδυνων ακρωτηρίων της Πελοποννήσου (Ταίναρο και Μαλέας) όσο και για τη μείωση του κόστους μεταφοράς. Τότε η κυβέρνηση Ζαΐμη ψήφισε το νόμο «περί διωρύξεως του Ισθμού της Κορίνθου» και το 1881 ανέθεσε στον Ούγγρο Istvan Turr το έργο, καθώς και το προνόμιο να εκμεταλλεύεται τη διώρυγα για 99 χρόνια.
Οι εργασίες άρχισαν το επόμενο έτος με μεγάλη επισημότητα. Μάλιστα, στα εγκαίνια παρέστη η βασιλική οικογένεια. Επιλέχθηκε η χάραξη του Νέρωνα, με τη διώρυγα να τέμνει σε ευθεία γραμμή τον Ισθμό σε μήκος 6.346 μ. Το πλάτος της στην επιφάνεια της θάλασσας είναι 24,6 μ. και στο βυθό 21,3 μ., ενώ το βάθος κυμαίνεται από 7,5 έως 8 μ. Για τη διάνοιξή της εργάστηκαν 2.500 εργάτες και χρησιμοποιήθηκαν τα τελειότερα μηχανήματα της εποχής.
Το έργο ολοκληρώθηκε το 1893 από την «Εταιρεία της Διώρυγος της Κορίνθου», η οποία χρηματοδοτήθηκε από τον Ανδρέα Συγγρό, καθώς ο Turr είχε χρεοκοπήσει. Το 1893 πέρασε από τη διώρυγα το πρώτο πλοίο, ενώ παράλληλα σιδηροδρομική γραμμή και μικρή γέφυρα συνέδεσαν την Πελοπόννησο με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Σήμερα λειτουργούν δύο βυθιζόμενες γέφυρες, η μία στην Ποσειδωνία και η άλλη στα Ίσθμια. Κάθε χρόνο περίπου 15.000 πλοία διάφορων εθνικοτήτων διαπλέουν τον Ισθμό της Κορίνθου, ο οποίος θεωρείται καίριος κόμβος επικοινωνίας μεταξύ δυτικής και ανατολικής Μεσογείου.